Κωρυκιος

Κωρυκιος
    Κωρύκιος
    3
    корикский
    

Κωρύκιον ἄντρον Her. — Корикская пещера (на южн. склоне Парнасса;

    славилась своим шафраном);
    Κωρύκιαι κορυφαί Eur. — вершины Парнасса;
    Κωρύκιαι νύμφαι Soph. — Парнасские нимфы


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "Κωρυκιος" в других словарях:

  • κωρύκιος — κωρύκιος, ία, ον (Α) [κώρυκος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ακρωτήριο Κώρυκος τής Ιωνίας, στην περίφημη σπηλιά του, καθώς και στους κατοίκους του 2. πειρατικός («κωρύκιον σκάφος», Αλκίφρ.) 3. αυτός που έχει σχέση με τον Παρνασσό ή με το… …   Dictionary of Greek

  • Κωρύκιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρυκίων — Κωρύκιος fem gen pl Κωρύκιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρύκιον — Κωρύκιος masc acc sg Κωρύκιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρυκίαις — Κωρύκιος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρυκίδα — Κωρύκιος fem acc sg Κωρυκίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρυκίδες — Κωρύκιος fem nom/voc pl Κωρυκίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρυκίην — Κωρύκιος fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρυκίης — Κωρύκιος fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρυκίοιο — Κωρύκιος masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρυκίοις — Κωρύκιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»