κωρύκιος — κωρύκιος, ία, ον (Α) [κώρυκος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ακρωτήριο Κώρυκος τής Ιωνίας, στην περίφημη σπηλιά του, καθώς και στους κατοίκους του 2. πειρατικός («κωρύκιον σκάφος», Αλκίφρ.) 3. αυτός που έχει σχέση με τον Παρνασσό ή με το… … Dictionary of Greek
Κωρύκιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωρυκίων — Κωρύκιος fem gen pl Κωρύκιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωρύκιον — Κωρύκιος masc acc sg Κωρύκιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωρυκίαις — Κωρύκιος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωρυκίδα — Κωρύκιος fem acc sg Κωρυκίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωρυκίδες — Κωρύκιος fem nom/voc pl Κωρυκίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωρυκίην — Κωρύκιος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωρυκίης — Κωρύκιος fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωρυκίοιο — Κωρύκιος masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωρυκίοις — Κωρύκιος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)